ἀμνός

ἀμνός
ἀμνός, οῦ, ὁ (Soph., Aristoph.+) lamb (acc. to Istros [III B.C.]: 334 Fgm. 23 Jac., a sheep one year old; acc. to a schol. on Nicander, Alexiph. 151 ὁ μηδέπω κέρατα ἔχων. Acc. to Ex 12:5 the passover lamb must be one year old; Hippol., Ref. 4, 30, 1) ὁ λέων … ὡς ἄμνὸς εὐδίδακτος the lion as well-trained as the lamb AcPl Ha 4, 30; otherw. in our lit. used only of Christ or referring to him (so also the Christian addition to TestJos 19). Sacrificial lamb without blemish 1 Pt 1:19. ὁ ἀ. τοῦ θεοῦ J 1:29, 36 (JJeremias, ZNW 34, ’35, 115–23; PJoüon, NouvRT 67, ’40, 318–21; CBarrett, NTS 1, ’54/55, 210–18; FGryglewicz, D. Lamm Gottes, NTS 13, ’66/67, 133–46). Symbol of patience ἀ. ἐναντίον τοῦ κείροντος Ac 8:32; 1 Cl 16:7; B 5:2 (all Is 53:7).—B. 159. DELG. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἁμνός — ἀμνός , ἀμνός lamb masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνός — lamb masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμνός — ο (Α ἀμνὸς) (θηλ. Α ἀμνὰς και ἀμνὴ και ἀμνίς, Ν αμνάδα) 1. το νεογνό τού προβάτου, αρνί, αρνάκι 2. φρ. «ο αμνός τού Θεού» ο Χριστός μσν. το ύφασμα τού επιταφίου, όπου εικονίζεται το σώμα τού Χριστού αρχ. 1. ανόητος, κουτός 2. άκακος, πράος,… …   Dictionary of Greek

  • αμνός του Θεού — Η λέξη αμνός χρησιμοποιείται συμβολικά στη χριστιανική τέχνη και στη λειτουργική. Στην Παλαιά Διαθήκη, η λέξη χρησιμοποιείται και στην κυριολεξία της. Στη συμβολική της έννοια είναι προσωνυμία του Μεσσία, για την πραότητα και την ανεξικακία του.… …   Dictionary of Greek

  • αμνός — ο το μικρό αρσενικό πρόβατο, το αρνάκι: Στο χωριό θα έτρωγαν και τον πατροπαράδοτο πασχαλινό αμνό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμνώ — ἀμνός lamb masc/fem acc dual ἀμνός lamb masc/fem nom dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνοί — ἀμνός lamb masc/fem nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνούς — ἀμνός lamb masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνόν — ἀμνός lamb masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνώς — ἀμνός lamb masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Autos epha — Alpha Inhaltsverzeichnis 1 Ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω 2 Άγιον Όρος …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”